μπεκιάρικος

μπεκιάρικος
-η, -ο [μπεκιάρης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μπεκιάρη, εργένικος («μπεκιάρικη ζωή»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπεκιάρικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μπεκιάρη, τον εργένη: Μπεκιάρικο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”